ανεμοζάλη

ανεμοζάλη
η
1) см. ανεμοθύελλα; 2) перен. беспорядок, суматоха; переполох

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανεμοζάλη" в других словарях:

  • ἀνεμοζάλη — strong surging sea fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμοζάλη — η 1. ανεμοστρόβιλλος, θύελλα: Ήταν τέτοια η ανεμοζάλη, που και μας σήκωνε. 2. σύγχυση, αναστάτωση: Ο λύκος στην ανεμοζάλη χαίρεται (παροιμ. φρ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμοζάλη — η (Μ ἀνεμοζάλη) 1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα 2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή μσν. τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής …   Dictionary of Greek

  • ἀνεμοζάλην — ἀνεμοζάλη strong surging sea fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμοζάλας — ἀνεμοζάλᾱς , ἀνεμοζάλη strong surging sea fem acc pl ἀνεμοζάλᾱς , ἀνεμοζάλη strong surging sea fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ …   Dictionary of Greek

  • ανεμοταραχή — η (Μ ἀνεμοταραχή καί χίδα) σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοζάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • ευρυκλύδων — εὐρυκλύδων, ωνος, ὁ (Α) 1. σφοδρός άνεμος, ανεμοζάλη 2. ως κύριο όν. ὁ Εὐρυκλύδων ο Τυφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κλύδων] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …   Dictionary of Greek

  • φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»